μυθεύματα

μυθεύματα
μύθευμα
story
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογοποιώ — λογοποιῶ, έω (Α) [λογοποιός] 1. γράφω, συγγράφω, συνθέτω 2. (ιδίως) συγγράφω έργα ή ρητορικούς λόγους 3. επινοώ μυθεύματα, διαδίδω ψευδείς φήμες («ἐλογοποίουν οἱ ἐχθροὶ περὶ ἐμοῡ», Ανδοκ.) 4. μέσ. λογοποιούμαι αποδίδω λογαριασμό 5. μέσ. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • μύθευμα — το (Α μύθευμα) [μυθεύω] νεοελλ. πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τόν πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα») αρχ. 1. μύθος 2. πλοκή θεατρικού έργου …   Dictionary of Greek

  • μύθευμα — το φανταστική ιστορία, επινοημένη διήγηση: Τα άρθρα που αφορούν την προσωπική ζωή του διάσημου ηθοποιού είναι μυθεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”